λογευτής

Revision as of 11:29, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

λογευτοῦ, ὁ, tax-collector, ib.9.2, al. (iii B. C.), Ostr.318, PTeb.90 (i B. C.), etc.

Greek Monolingual

λογευτής, ὁ (Α) λογεύω
κρατικός υπάλληλος στην Αίγυπτο, του οποίου έργο ήταν η συγκέντρωση τών φόρων.