ἐποχθίδιος

Revision as of 11:29, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

α, ον, (ὄχθη) on or of the river-banks, Νύμφαι AP9.556 (Zon.).

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui habite sur les hauteurs, sur les collines.
Étymologie: ἐπί, ὄχθη.

Russian (Dvoretsky)

ἐποχθίδιος: (ῐδ) живущий на высотах, горный (эпитет ореад) Anth.

Greek (Liddell-Scott)

ἐποχθίδιος: -α, -ον, (ὄχθη), ἐπὶ τῶν ὄχθων τὰς διατριβὰς ποιούμενος, Νύμφαι ἐποχθίδιαι, Νηρηΐδες, εἴδετε Δάφνιν χθιζὸν Ἀνθ. Π. 9. 556.

Greek Monolingual

ἐποχθίδιος, -α, -ον (Α)
αυτός που βρίσκεται πάνω στην όχθη.

Greek Monotonic

ἐποχθίδιος: -αν, -ον (ὄχθη), ορεινός ή βουνίσιος, σε Ανθ.

Middle Liddell

ἐπ-οχθίδιος, η, ον ὄχθη
on or of the mountains, Anth.