ἀμφιέτηρος
English (LSJ)
ἀμφιέτηρον, celebrated in yearly festivals, epithet of Dionysus, Orph.H.52.10.
Spanish (DGE)
-ον honrado anualmente de Dioniso, Orph.H.52.10.
German (Pape)
[Seite 139] alljährlich, Orph. H. 51, 10.
Greek (Liddell-Scott)
Greek Monolingual
ἀμφιέτηρος, -ον (Α)
ο αμφιετής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + -ετηρος < ἔτος (πρβλ. τριέτηρος)].