λινεψός
English (LSJ)
ὁ, linen-boiler, linencleaner, PCair.Zen.304.6, PSI4.349.5, 6.566.7 (all iii B. C.).
Greek Monolingual
λινεψός, ὁ (Α)
αυτός που κατεργάζεται το λινάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + ἕψω «ψήνω»].
ὁ, linen-boiler, linencleaner, PCair.Zen.304.6, PSI4.349.5, 6.566.7 (all iii B. C.).
λινεψός, ὁ (Α)
αυτός που κατεργάζεται το λινάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + ἕψω «ψήνω»].