ἀστίτης

Revision as of 11:31, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ, (ἄστυ) townsman, citizen, S.Fr.92; spelt ἀστείτης in CIG2134b23.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ
• Prosodia: [ῑ]
ciudadano οὐ γάρ τι θεσμὰ τοῖσιν ἀστίταις πρέπει S.Fr.92, cf. 93, St.Byz.s.u. ἄστυ.

German (Pape)

[Seite 376] ὁ, der Bürger, Städter, Soph. frg. 81. 82.

Russian (Dvoretsky)

ἀστίτης: ου (ῑ) ὁ горожанин, гражданин Soph.

Greek (Liddell-Scott)

ἀστίτης: [ῑ], -ου, ὁ, (ἄστυ) ἀστός, κάτοικος τοῦ ἄστεως, πολίτης Σοφ. Ἀποσπ. 81˙ γράφεται δὲ ἀστείτης ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 2134 β, 23.

Greek Monolingual

ἀστίτης, ο (Α)
ο αστός, ο πολίτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άστυ κατά το πολ-ίτης].