ἐμπλήγδην

Revision as of 11:31, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

Adv., (ἐμπλήσσω) madly, rashly (or mightily, or capriciously), Od.20.132.

Spanish (DGE)

adv. caprichosamente ἐ. ... τίει Od.20.132.

German (Pape)

[Seite 814] adverb., einmal bei Homer, Odyss. 20, 132, wo Aristarch es in seinem Commentar = εὐμεταβόλως erklärte, »wankelmüthig«, »inconsequent«, s. Apollon. Lex. Homer. p. 67, 28 Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 152. Vgl. ἔμπληκτος.

French (Bailly abrégé)

adv.
avec stupeur, follement.
Étymologie: ἐμπλήσσω.

Russian (Dvoretsky)

ἐμπλήγδην: adv. безрассудно, не подумавши (τίειν χείρονα Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπλήγδην: ἐπίρρ. (ἐμπλήσσω) ἐμπλήκτως, ἀκρίτως, παραφρόνως, Λατ. tenere, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ πινυτός, ἐμὴ μήτηρ, πινυτή περ ἐοῦσα, ἐμπλύγδην... τίει... Ὀδ. Υ. 132· πρβλ. ἔμπληκτος.

English (Autenrieth)

(ἐμπλήσσω): at random, Od. 20.132†.

Greek Monolingual

ἐμπλήγδην (Α)
επίρρ. μανιωδώς, παράφορα.

Greek Monotonic

ἐμπλήγδην: επίρρ. (ἐμπλήσσω), τρελά, παράφορα, ασυλλόγιστα, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

adverbἐμπλήσσω
madly, rashly, Od.