κατάμεστος

Revision as of 11:31, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

κατάμεστον, strengthened for μεστός, Glossaria on κατάπαστος, Sch.Ar.Eq.500.

German (Pape)

[Seite 1363] ganz voll, Schol. Ar. Equ. 500, Erkl. von κατάπαστος.

Greek (Liddell-Scott)

κατάμεστος: -ον, ἐντελῶς μεστός, ὁ Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 502 ἑρμηνεύει τὸ «κατάπαστος».

Greek Monolingual

-η, -ο (AM κατάμεστος, -ον)
αυτός που είναι πολύ γεμάτος με κάτι (α. «το θέατρο ήταν κατάμεστο» β. «κοτύλη κατάμεστος οἴνης»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -μεστος (< μεστός «πλήρης»), πρβλ. ανάμεστος, επίμεστος].