ἱερόδακρυς

Revision as of 11:34, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

υ, gen. υος, epithet of λίβανος, with hallowed tears or gum, Melanipp. 1.

German (Pape)

[Seite 1241] υος, λίβανος, heilige Thräne, Melanippds. bei Ath. XIV, 651 f.

Greek (Liddell-Scott)

ἱερόδακρῠς: ῠ, γεν. -υος, ἐπίθ. τοῦ λιβάνου, ὁ ἀποτελούμενος ἐξ ἱερῶν δακρύων, ἱερόδακρυν λίβανον Μελανιππίδης παρ’ Ἀθην. 651F (Μελανιππ. Ἀποσπ. 1).

Greek Monolingual

ἱερόδακρυς, -υ (Α)
(για το λιβάνι) αυτός που αποτελείται από ιερά δάκρυα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)- + -δακρυς (< δάκρυ), πρβλ. απειρόδακρυς, πολύδακρυς].