ποικιλοφόρμιγξ

Revision as of 11:36, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ιγγος, ὁ, ἡ, accompanied by the various notes of the lyre, ἀοιδά Pi.O.4.3.

German (Pape)

[Seite 650] von mannichfachen Tönen der Phorminx, kunstvoll begleitet, Pind. Ol. 4, 2.

French (Bailly abrégé)

ιγγος (ὁ, ἡ)
accompagné des sons variés de la lyre.
Étymologie: ποικίλος, φόρμιγξ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποικιλοφόρμιγξ -ιγγος [ποικίλος, φόρμιγξ] begeleid door gevarieerd citerspel.

Russian (Dvoretsky)

ποικῐλοφόρμιγξ: ιγγος adj. сопровождаемый переливами форминги (ἀοιδά Pind.).

English (Slater)

ποικῐλοφόρμιγξ with varied tones of the lyre ὑπὸ ποικιλοφόρμιγγος ἀοιδᾶς (O. 4.2)

Greek Monolingual

-ιγγος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που συνοδεύεται από φόρμιγγα η οποία παράγει ποικίλους φθόγγους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + φόρμιγξ (πρβλ. χρυσοφόρμιγξ)].

Greek Monotonic

ποικῐλοφόρμιγξ: -ιγγος, ὁ, ἡ, αυτός που συνοδεύεται από ποικίλους τόνους της λύρας, σε Πίνδ.

Greek (Liddell-Scott)

ποικῐλοφόρμιγξ: -ιγγος, ὁ, ἡ, συνοδευόμενος διὰ τῶν ποικίλων φθόγγων τῆς φόρμιγγος, ἀοιδὰ Πινδ. Ο. 4. 4.

Middle Liddell

ποικῐλο-φόρμιγξ, ιγγος, ὁ, ἡ,
accompanied by the various notes of the lyre, Pind.