ἀπερίβλητος
English (LSJ)
Spanish (DGE)
-ον
no ampliado, no exagerado, sin περιβολή: λόγος Hermog.Id.1.11 (p.289).
German (Pape)
[Seite 287] unbekleidet, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπερίβλητος: -ον, ὁ ἄνευ περιβλήματος, καλύμματος, μεταφ. ὁ μὴ κεκαλυμμένος, γυμνός, λόγος Ρήτορες (Walz) 3. 270.