καταλαμπτέος

Revision as of 11:36, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

α, ον, Ion. for καταληπτέος, to be arrested, θανάτῳ by death, Hdt.3.127.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
adj. verb. ion. c. καταληπτέος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταλαμπτέος Ion. voor καταληπτέος.

Russian (Dvoretsky)

καταλαμπτέος: ион. = καταληπτέος.

Greek Monotonic

καταλαμπτέος: -α, -ον, Ιων. αντί καταληπτέος, αυτός που πρέπει να αναχαιτισθεί, να εμποδισθεί, σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

καταλαμπτέος: -α, -ον, Ἰων. ἀντὶ τοῦ καταληπτέος, ὃν πρέπει νὰ καταλάβῃ ἢ σταματήσῃ τις, θανάτῳ, διὰ θανάτου, Ἡρόδ. 3. 127.

Middle Liddell

καταλαμπτέος, η, ον [from καταλαμβάνω [ionic for καταληπτέος,]
to be arrested, Hdt.