ἀπακμάζω
English (LSJ)
go out of bloom, fade away, v.l. in Pl.Ax.367b (ap. Stob.).
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
ἀπακμάζω: παρακμάζω, «ἀλλὰ οἱ πολλοὶ πολυγήρως ἀπακμάζουσι καὶ τῷ νῷ καὶ δὶς παῖδες οἱ γέροντες γίνονται» Στοβ. 536. 48.
go out of bloom, fade away, v.l. in Pl.Ax.367b (ap. Stob.).
ἀπακμάζω: παρακμάζω, «ἀλλὰ οἱ πολλοὶ πολυγήρως ἀπακμάζουσι καὶ τῷ νῷ καὶ δὶς παῖδες οἱ γέροντες γίνονται» Στοβ. 536. 48.