ἀποδινέω

Revision as of 11:40, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

(δῖνος III) thresh corn, Hdt.2.14; 3pl. subj. -δίνωντι Tab.Heracl.1.102.

Spanish (DGE)

• Morfología: [3.a plu. subj. ἀποδίνωντι TEracl.1.102]
trillar τὸν σίτον Hdt.2.14, abs. TEracl.l.c.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
triturer (du blé).
Étymologie: ἀπό, δῖνος.

German (Pape)

[ῑ], ausdreschen, Her. 2.14; eigtl. abdrehen.

Russian (Dvoretsky)

ἀποδῑνέω: обмолачивать (τὸν σῖτον Her.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀποδῑνέω: ἀπαλοάω, ἁλωνίζω σῖτον (ἴδε τὴν λέξιν δῖνος ΙΙΙ.), Ἡρόδ. 2. 14, Συλλ. Ἐπιγρ. 5774. 102.

Greek Monotonic

ἀποδῑνέω: μέλ. -ήσω, αλωνίζω σιτηρά (βλ. δῖνος II), σε Ηρόδ.

Middle Liddell


to thresh corn (v. δῖνος II), Hdt.