αλωνίζω

From LSJ

Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salus → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus

Menander, Monostichoi, 85

Greek Monolingual

ἁλωνίζω)
αποχωρίζω με τριβή στο αλώνι τους κόκκους δημητριακών από το περίβλημά τους
νεοελλ.
1. διασκορπίζω εδώ κι εκεί, διώχνω βίαια
2. χτυπώ, δέρνω
3. σπαταλώ, ξοδεύω αλόγιστα
4. κάνω άνω-κάτω, ενοχλώ
5. τρέχω εδώ κι εκεί, περιφέρομαι
6. συμπεριφέρομαι με ανευθυνότητα, κάνω αυθαιρεσίες
μσν.
αλωνεύομαι.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Η λ. παράγεται από θ. αλω-ν-επαυξημένη μορφή της ρίζας αλω- που απαντά και στο ουσ. άλως, ο.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλωνισιά, αλώνισμα, αλωνισμός, αλωνιστής, αλωνιστικός, αλωνίστρα.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. αλωνοθερίζω].

Translations

thresh

Afrikaans: dors; Arabic: دَرَسَ‎; Armenian: կալսել; Aromanian: triyir; Bulgarian: вършея; Catalan: trillar; Chinese Mandarin: 打穀, 打谷, 脫粒, 脱粒; Czech: mlátit; Danish: tærske; Dutch: dorsen; Emilian: bāter; Esperanto: draŝi; Faroese: treskja; Finnish: puida; French: battre, fouler; Galician: mallar, trillar; Georgian: დაბეგვა; German: dreschen; Greek: αλωνίζω; Hebrew: דש‎; Hungarian: csépel; Icelandic: þreskja; Italian: trebbiare; Japanese: 脱穀する; Korean: 뒹굴다, 도리깨질하다; Latgalian: kuļt; Latin: trituro; Latvian: kult; Luxembourgish: dreschen; Macedonian: врши; Maltese: derra; Norwegian Bokmål: treske; Nynorsk: treske, treskje; Old Norse: þreskja; Polish: młócić; Portuguese: malhar, espalhar, debulhar; Quechua: t'ustuy; Romanian: treiera; Russian: молотить; Scottish Gaelic: buail; Serbo-Slovak: mlátiť; Spanish: trillar, desgranar, apalear, azotar; Swedish: tröska; Turkish: harman çevirmek, harmanlamak; Ukrainian: молотити; Vietnamese: đập; Welsh: dyrnu; Yiddish: דרעשן‎