χορομανής

Revision as of 11:40, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

χορομανές, mad after dancing, τρόπος Ar.Th.961 (lyr.); cf. χοροιμανής.

German (Pape)

[Seite 1366] ές, gew. Form statt des poet. χοροιμανής, τρόπος Ar. Th. 961.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
passionné pour les chœurs.
Étymologie: χορός, μαίνομαι.

Russian (Dvoretsky)

χορομᾰνής: неистово пляшущий: χορομανεῖ τρόπῳ Arph. в безумной пляске.

Greek (Liddell-Scott)

χορομᾰνής: -ές, ὁ ἐμμανῶς ἀγαπῶν τὸν χορόν, Ἀριστοφάν. Θεσμ. 961· πρβλ. χοροιμανής.

Greek Monolingual

-ές, ΝΜΑ, και επικ. τ. χοροιμανής Α
μανιώδης χορευτής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χορός + -μανής (< μαίνομαι), πρβλ. ἐρωτο-μανής, ενώ ο ποιητ. τ. χοροιμανής με α' συνθετικό χοροῖ, τοπική του χορός (πρβλ. χοροιθαλής) για μετρικούς λόγους].