μελεταίνω

Revision as of 11:40, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

take thought for, attend to, c. gen., Mnemos.57.208 (Argos, vi B. C.).

Greek Monolingual

μελεταίνω (Α)
δίνω προσοχή σε κάτι, έχω τον νου ή τη σκέψη μου σε κάτι, φροντίζω για κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρεφθαρμένη μορφή του μελεδαίνω, πιθ. κατ' επίδραση τών μελέτη, μελετῶ].