κεραμοπλάστης

Revision as of 11:40, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

κεραμοπλάστου, ὁ, potter, PLips.97 xxvi 10 (iv A.D.), PLond. 1821.234.

Greek (Liddell-Scott)

κεραμοπλάστης: ὁ, = κεραμεύς, Πάπυρ. Βερολ. 688, 7.

Greek Monolingual

κεραμοπλάστης, ὁ (Α)
κεραμέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέραμος + -πλάστης (< πλάστης < πλάσσω), πρβλ. γλωσσοπλάστης, μυθοπλάστης.