λέχρις

Revision as of 11:40, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

Adv. crosswise, λ. τέμνων ἄπο μήδεα πατρός Antim.35, cf. A.R.1.1235, 3.238, 1160.

German (Pape)

[Seite 36] auf die Seite gelegt (λέγω, vgl. liquus, obliquus), in die Queere, schräg, λ. ἐπιχριμφθείς, Ap. Rh. 1, 1235. 3, 238.

French (Bailly abrégé)

adv.
de côté, obliquement.
Étymologie: R. Λεχ, être oblique ; cf. λοξός.

Greek (Liddell-Scott)

λέχρῐς: ἐπίρρ. ἐκ πλαγίου, πλαγίως, Λατ. oblique, λέχρις ἐπιχριμφθεὶς Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1235., Γ. 238, 1160.

Greek Monolingual

λέχρις (Α)
επίρρ. πλαγίως, λοξάλέχρις τέμνων ἄπο μήδεα πατρός», Αντίμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λέχριος «εγκάρσιος», κατά τα επιρρ. ἄχρις, μέχρις].

Greek Monotonic

λέχρῐς: επίρρ., πλαγίως, δίπλα, λοξά, Λατ. oblique.

Middle Liddell

crosswise, Lat. oblique.