πελίδνωμα

Revision as of 11:41, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

-ατος, τό, livid spot, Sch. Theoc. 5.99, Suid. s.v. ὑπώπια.

German (Pape)

[Seite 551] τό, eine bleifarbige, mit Blut unterlaufene Stelle, ein blauer Fleck, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πελίδνωμα: τό, κηλίς, πελιδνή, «μελανάδα», Σχολ. Θεοκρ. 5. 99, Σουΐδ. ἐν λ. ὁπώπια.

Greek Monolingual

το, ΝΑ πελιδνούμαι
μελάνιασμα, μελανάδα ή ωχρότητα.