Ep. for ἔνεον, impf. of νέω swim, Il.21.11 (v.l. νήχοντ').
v. νέω.
impf. épq. de νέω², nager.
ἔννεον: эп. (= ἔνεον) impf. к νέω II.
ἔννεον: Ἐπ. ἀντὶ ἔνεον, παρατ. τοῦ νέω, κολυμβῶ, Ἰλ. Φ. 11.
see νέω.
ἔννεον: Επικ. αντί ἔνεον, παρατ. του νέω, κολυμπώ, πλέω.