λαεργές, made of stone, Nic.Th.708 (v.l. εὐεργής).
λᾱεργής: -ές, εἰργασμένος ἐκ λίθου, Νικ. Θ. 707 (ἀλλ. εὐεργής).
λαεργής, -ές (Α)κατασκευασμένος από λίθο.[ΕΤΥΜΟΛ. < λᾶας «λίθος» + -εργής (< ἔργον), πρβλ. λιθοεργής, μυλοεργής].
[ᾱ], ές, aus Steinen gemacht, Nic. Ther. 708, v.l. εὐεργής.