ἐντεροκήλη
English (LSJ)
ἡ, intestinal hernia, rupture, Dsc.1.74 (pl.), Gal.7.36, Cels.7.18.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
medic. enterocele, hernia intestinal στέλλει δὲ καὶ ἐντεροκήλας καταπλασθέντα Dsc.1.74.2, cf. Gal.11.889, τοὺς πόνους τῶν ἐντεροκηλῶν medic. en PMich.758.F.re.5
•concr. hernia escrotal, osqueocele περὶ δὲ ὄσχεον ἐ. Gal.14.780, cf. Cels.7.18, Orib.50.42.5, Hippiatr.50.1.
German (Pape)
[Seite 855] ἡ, Darmbruch, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
ἐντεροκήλη: ἡ, «ὀλίσθημα ἐντέρου εἰς τὸ ὄσχεον εἰς ὄγκον αἰρόμενον» Πολυδ. Δ΄, 203, κοινῶς «κατέβασμα», «σπάσιμον», Διοσκ. 1. 102, Γαλην. ΙΙ. 275D, 396G, ἔκδ. Παρισ.
Greek Monolingual
η (AM ἐντεροκήλη)
κήλη που δημιουργείται από πτώση τμήματος του εντέρου μέσα στο όσχεο.