ὀκτάγωνος

Revision as of 11:46, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ὀκτάγωνον, eight-cornered, Gem.2.15, Nicom.Ar.2.11, Alex. Trall.8.2:

Greek (Liddell-Scott)

ὀκτάγωνος: -ον, ὁ ἔχων ὀκτὼ γωνίας, Νικομ. Ἀριθμ. 2· ὁ Ὀκτάγωνος, οἰκοδόμημά τι ἐν Κωνσταντινουπόλει, ἦλθον εἰς τὸν Ὀκτάγωνον Χρον. Πασχάλ. 622, 22· θηλ. ἡ Ὀκτάγωνος, ὑφῆψαν τὴν Ὀκτάγωνον αὐτόθι 623, 3, ἴδε Δουκάγγ.

Greek Monolingual

και οχτάγωνος, -η, -ο (ΑΜ ὀκτάγωνος, -ον)
1. αυτός που έχει οκτώ γωνίες («οκτάγωνο κτίσμα»)
2. το ουδ. ως ουσ. το οκτάγωνο
μαθ. το σχήμα που έχει οκτώ γωνίες και οκτώ πλευρές, αλλ. οκτάπλευρο
μσν.
1. (το ουδ. αλλά και το αρσ. ως ουσ.) οικοδόμημα στην Κωνσταντινούπολη με οκταγωνικό σχήμα
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ Ὀκτάγωνος
αίθουσα στο ανάκτορο της Κωνσταντινούπολης με οκταγωνικό σχήμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα- (βλ. λ. οκτώ) + -γωνος (< γωνία), πρβλ. επτά-γωνος].