μαιεία

Revision as of 11:47, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

ἡ, business of a midwife, Pl.Tht.150d, 210c, cf. Procl. in Alc.Praef.

German (Pape)

ἡ, die Hebammenkunst, das Geschäft der Hebamme, Plat. Theaet. 150d, 210c; B.A. 108.

Russian (Dvoretsky)

μαιεία:повивальное искусство Plat.

Greek (Liddell-Scott)

μαιεία: ἡ, τὸ ἔργον τῆς μαίας, Πλάτ. Θεαίτ. 150D, 210C.

Greek Monolingual

μαιεία, ἡ (Α) μαιεύομαι
το έργο της μαίας, η μαίευση, το ξεγέννημα.