λεπτόπους

Revision as of 11:48, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

ὁ, ἡ, gen. ποδος, with small, delicate feet, Sch.Ar.Av. 1292.

German (Pape)

[Seite 31] -πουν, gen. -ποδος, dünn-, schlanksüßig, Schol. Ar. Av. 1292.

Greek (Liddell-Scott)

λεπτόπους: ὁ, ἡ, ἔχων λεπτοὺς ἢ ἀδυνάτους πόδας, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 1292.

Greek Monolingual

λεπτόπους, -ουν (Α) αυτός που έχει λεπτά, ισχνά πόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο)- + ποῦς (πρβλ. δασύ-πους, ταχύ-πους].