μύρτων
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 222] ωνος, ὁ, Spottname eines Weichlings, Luc. Lexinh. 12.
French (Bailly abrégé)
Russian (Dvoretsky)
μύρτων: ωνος adj. m презр. изнеженный, томный (νεανίσκος Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
μύρτων: -ωνος, ὁ, σκωπτικὸν ὄνομα θηλυδρίου, Λουκ. Λεξιφ. 12.
Greek Monolingual
μύρτων, ὁ (Α)
σκωπτική ονομασία μαλθακού και θηλυπρεπούς ανθρώπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρτος + κατάλ. -ων (πρβλ. κισσών, κοπρών)].