κοπρών

From LSJ

Καλὸν τὸ γηρᾶν καὶ τὸ μὴ γηρᾶν πάλιν → Res pulchra senium, pulchra non senescere → Schön ist das Altsein, doch nicht alt sein wieder auch

Menander, Monostichoi, 283
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοπρών Medium diacritics: κοπρών Low diacritics: κοπρών Capitals: ΚΟΠΡΩΝ
Transliteration A: koprṓn Transliteration B: koprōn Transliteration C: kopron Beta Code: koprw/n

English (LSJ)

ῶνος, ὁ, place for dung, privy, Ar.Th.485, D.25.49, Eub.53.2, IG2.1058.11, etc.: prov., εἰς κοπρῶνα θυμιᾶν, of useless work, Phot.s.v. ὄνου πόκαι.

French (Bailly abrégé)

ῶνος (ὁ) :
dépôt d'immondices, cloaque.
Étymologie: κόπρος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κοπρών -ῶνος, ὁ [κόπρος] plee.

German (Pape)

ῶνος, ὁ, Misthaufe, Kloake; Ar. Thesm. 485; Eubul. bei Ath. X.417d; κοπρώνων ἐπιστάται Dem. 25.49; sprichwörtlich εἰς κοπρῶνα θυμιᾶν, Phot. lex.

Russian (Dvoretsky)

κοπρών: ῶνος ὁ навозная куча, свалка нечистот Arph., Dem.

Greek (Liddell-Scott)

κοπρών: -ῶνος, ὁ, τόπος πρὸς ἀποπάτησιν, κοπροδοχεῖον, ἀπόπατος, Ἀριστοφ. Θεσμ. 485, Δημ. 785. 13, κτλ.· ― παροιμ., εἰς κοπρῶνα θυμιᾶν, ἐπὶ ἀνωφελοῦς ἔργου, Φώτ.

Greek Monotonic

κοπρών: -ῶνος, ὁ (κόπρος), τόπος για κόπρανα, αποχωρητήριο, σε Δημ.

Middle Liddell

κοπρών, ῶνος, κόπρος
a place for dung, privy, Dem.