κοπρών
Καλὸν τὸ γηρᾶν καὶ τὸ μὴ γηρᾶν πάλιν → Res pulchra senium, pulchra non senescere → Schön ist das Altsein, doch nicht alt sein wieder auch
English (LSJ)
ῶνος, ὁ, place for dung, privy, Ar.Th.485, D.25.49, Eub.53.2, IG2.1058.11, etc.: prov., εἰς κοπρῶνα θυμιᾶν, of useless work, Phot.s.v. ὄνου πόκαι.
French (Bailly abrégé)
ῶνος (ὁ) :
dépôt d'immondices, cloaque.
Étymologie: κόπρος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κοπρών -ῶνος, ὁ [κόπρος] plee.
German (Pape)
ῶνος, ὁ, Misthaufe, Kloake; Ar. Thesm. 485; Eubul. bei Ath. X.417d; κοπρώνων ἐπιστάται Dem. 25.49; sprichwörtlich εἰς κοπρῶνα θυμιᾶν, Phot. lex.
Russian (Dvoretsky)
κοπρών: ῶνος ὁ навозная куча, свалка нечистот Arph., Dem.
Greek (Liddell-Scott)
κοπρών: -ῶνος, ὁ, τόπος πρὸς ἀποπάτησιν, κοπροδοχεῖον, ἀπόπατος, Ἀριστοφ. Θεσμ. 485, Δημ. 785. 13, κτλ.· ― παροιμ., εἰς κοπρῶνα θυμιᾶν, ἐπὶ ἀνωφελοῦς ἔργου, Φώτ.
Greek Monotonic
κοπρών: -ῶνος, ὁ (κόπρος), τόπος για κόπρανα, αποχωρητήριο, σε Δημ.