ἐπιστημοσύνη
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 984] ἡ, = ἐπιστήμη, Poll. 4, 7; nach D. L. 4, 13 schrieb Xenocrates περὶ ἐπιστημοσύνης.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιστημοσύνη: ἡ Diog. L. = ἐπιστήμη.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιστημοσύνη: ἡ, = ἐπιστήμη, Ξενοκρ. παρὰ Διογ. Λ. 4. 13.
Greek Monolingual
η (AM ἐπιστημοσύνη) επιστήμων
νεοελλ.
η γνώση της επιστήμης με την οποία ασχολείται κανείς
αρχ.
επιστήμη, γνώση.