πολιστής
English (LSJ)
πολιστοῦ, ὁ, (πολίζω) founder of a city, rejected by Poll.9.6.
German (Pape)
[Seite 656] ὁ, der Erbauer einer Stadt; Eur. frg. bei Lycurg. 24; Ios.
Greek (Liddell-Scott)
πολιστής: -οῦ, ὁ, (πολίζω) ὁ οἰκιστής, θεμελιωτὴς πόλεως, λέξις ἀποδοκιμαζομένη ὑπὸ τοῦ Πολυδ. Θ΄, 6, «οἰκιστής, οἰκίζων, πολίζων, οὐ μὴν καὶ πολιστὴς καὶ κτίζων καὶ κτίστης»· ἀλλ’ ἴσως πρέπει καὶ νὰ ἀποκατασταθῇ (ἀντὶ τοῦ πλείστοις) ἐν Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 18. 1, 5, πρβλ. Στράβ. 296.