πολυείμων

Revision as of 11:53, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

πολυείμον, gen. ονος, of many garments, Mesom.Sol.25(prob.).

German (Pape)

[Seite 662] ον, von oder mit vielen Kleidern, κόσμος, Dionys. 2, v.l. πολυοίμων.

Greek (Liddell-Scott)

πολυείμων: -ον, ὁ ἐκ πολλῶν ἐνδυμάτων συνιστάμενος, κόσμος Διον. ἐν Brunck Anal. 2. 254.

Greek Monolingual

και πολυοίμων, -ον, Α
αυτός που αποτελείται από πολλά ενδύματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -είμων (< εἷμα, τὸ «ένδυμα»), πρβλ. κακοείμων, μελανοείμων].