κακοείμων

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκοείμων Medium diacritics: κακοείμων Low diacritics: κακοείμων Capitals: ΚΑΚΟΕΙΜΩΝ
Transliteration A: kakoeímōn Transliteration B: kakoeimōn Transliteration C: kakoeimon Beta Code: kakoei/mwn

English (LSJ)

κακοείμον, gen. ονος, ill-clad, πτωχοί Od.18.41, cf. Ps.Luc. Philopatr.21, Hsch. s.v. λιναγερτουμένη.

German (Pape)

[Seite 1300] ονος, schlecht bekleidet, πτωχός Od. 18, 41.

French (Bailly abrégé)

ων, ον :
mal vêtu.
Étymologie: κακός, εἷμα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κακοείμων -ον, gen. -ονος [κακός, εἷμα] slecht gekleed, sjofel:. πτωχοὶ κακοείμονες sjofele bedelaars Od. 18.41.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκοείμων: 2, gen. ονος плохо одетый (πτωχοί Hom.).

English (Autenrieth)

ονος (ϝεῖμα): ill-clad, Od. 18.41.

Greek Monolingual

κακοείμων, -ον (Α)
ρακένδυτος, κακοντυμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -είμων (< εἷμα «ένδυμα»), πρβλ. αβροείμων, πολυείμων].

Greek Monotonic

κᾰκοείμων: -ον, γεν. -ονος (εἷμα), ρακένδυτος, κουρελής, σε Ομήρ. Οδ.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰκοείμων: ος, γεν. ονος, κακῶς ἐνδεδυμένος, ῥακενδύτης, πτωχοὺς κακοείμανος Ὀδ. Σ. 41.

Middle Liddell

κᾰκο-είμων, ονος, εἷμα
ill-clad, Od.