συγκρέκω

Revision as of 11:54, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

accompany by playing on the κιθάρα, τῷ χορῷ μέλος Ael.NA11.1.

German (Pape)

[Seite 969] zusammenweben, Ael. H. A. 11, 1.

French (Bailly abrégé)

faire résonner avec, τινι.
Étymologie: σύν, κρέκω.

Greek (Liddell-Scott)

συγκρέκω: ᾄδω ὁμοῦ, Αἰλ. π. τὰ Ζ. 11. 1, μετὰ διαφ. γραφ. συγκράζω.

Greek Monolingual

Α
συνοδεύω τραγούδι παίζοντας πλαγίαυλο ή κιθάρα, συγκράζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κρέκω «παίζω μουσικό όργανο»].