ὀρχάμη

Revision as of 11:54, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

[ᾰ], ἡ, an uncultivated copse, v.l. in Poll.7.147.

German (Pape)

[Seite 389] ἡ, ein eingeschlossenes, mit wilden Bäumen bepflanztes Stück Land, ein Park, Poll. 7, 147. Vgl. ὀρχάνη.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρχάμη: ἡ, = ὄρχατος, 2, Πολυδ. Ζ΄, 147· ἴσως ὁ ἀληθὴς τύπος εἶναι ὁρκάνη ἀντὶ ἑρκάνη.

Greek Monolingual

ὀρχάμη, ἡ (Α)
ακαλλιέργητος τόπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για εσφ. τ., που πρέπει να διορθωθεί σε ὁρκάνη.