κοινοεργής
English (LSJ)
κοινοεργές, working in common, μόρια Simp. in Epict.p.37 D.
Greek Monolingual
κοινοεργής, -ές (AM)
αυτός που έχει κοινό έργο με κάποιον άλλο, αυτός που εργάζεται από κοινού με άλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + -εργής (< ἔργον), πρβλ. λινοεργής, νεοεργής].