κοινοεργής

Revision as of 11:54, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

κοινοεργές, working in common, μόρια Simp. in Epict.p.37 D.

Greek Monolingual

κοινοεργής, -ές (AM)
αυτός που έχει κοινό έργο με κάποιον άλλο, αυτός που εργάζεται από κοινού με άλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + -εργής (< ἔργον), πρβλ. λινοεργής, νεοεργής].