χαλκοτόρευτος

Revision as of 11:56, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

χαλκοτόρευτον, wrought of bronze, τρίαινα Orph.H.17.2.

German (Pape)

[Seite 1332] aus Erz od. Kupfer getrieben, geformt, Orph. H. 16, 2.

Greek (Liddell-Scott)

χαλκοτόρευτος: -ον, τορευθείς, κατασκευασθεὶς ἐκ χαλκοῦ, τρίαινα Ὀρφ. Ὕμν. 16. 2.

Greek Monolingual

-ον, Α
κατασκευασμένος από χαλκό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + -τόρευτος (< τορεύω), πρβλ. χρυσοτόρευτος].