σιτένδεια
English (LSJ)
ἡ, shortage of food, BSA23.73 (Macedonia, ii A.D., pl.).
Greek Monolingual
και σιτοενδεία, ἡ, Α
έλλειψη, ανεπάρκεια τροφίμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + ἔνδεια «φτώχεια, έλλειψη»].
ἡ, shortage of food, BSA23.73 (Macedonia, ii A.D., pl.).
και σιτοενδεία, ἡ, Α
έλλειψη, ανεπάρκεια τροφίμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + ἔνδεια «φτώχεια, έλλειψη»].