φελλόπους
English (LSJ)
ὁ, ἡ, φελλόπουν, τό, gen. ποδος, cork-footed, Luc.VH2.4.
German (Pape)
[Seite 1260] ουν, gen. ποδος, korkfüßig, Luc. V. H. 2, 4.
Greek (Liddell-Scott)
φελλόπους: ὁ, ἡ, πουν, τό, ὁ ἔχων φελλίνους πόδας, Λουκ. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 4.
Greek Monolingual
-πουν, Α
αυτός που έχει φέλλινα πόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φελλός + -πους (< πούς, ποδός), πρβλ. χαλκόπους].
Greek Monotonic
φελλόπους: ὁ, ἡ, -πουν, τό, αυτός που έχει πόδια από φελλό, σε Λουκ.
Middle Liddell
φελλό-πους,
cork-footed, Luc.