νυκτόβιος

Revision as of 11:59, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

νυκτόβιον, paraphr. of νυκτίρεμβος, Procl.Par. Ptol.226.

Greek (Liddell-Scott)

νυκτόβῐος: -ον, ὁ ἔχων τὴν νύκτα ὡς ἡμέραν, δηλ. ὁ ζητῶν τὴν τροφήν του κατὰ τὴν νύκτα, ἐπὶ τῶν θηρίων ἐν γένει, Πρόκλ.

Greek Monolingual

και νυχτόβιος, -α, -ο (Α νυκτόβιος, -ον)
νεοελλ.
1. (για ζώα) αυτός που αναζητεί την τροφή του κατά τη νύχτα («νυκτόβιο είδος»)
2. (για πρόσ.) αυτός που ξενυχτά και γυρίζει σπίτι του τα χαράματα; Ξενύχτης
αρχ.
νυκτίρεμβος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + βίος (πρβλ. θαλασσόβιος)].

German (Pape)

νυκτερόβιος, Procl. paraphr. Ptolem.