ἡ, self-sufficiency, etym. of πανάκεια 1.3, Theol.Ar.38.
[Seite 457] ἡ, das Allgenügen, Theol. arithm. p. 38.
πᾰνάρκεια: ἡ, τὸ πλῆρες, ἡ ἐντέλεια, ἐπὶ τοῦ ἀριθμοῦ 6, Θεολ. Ἀριθμ. σ. 38.
πανάρκεια, ἡ (Α) παναρκήςπληρότητα, εντέλεια.