εντέλεια

From LSJ

Πᾶσιν γὰρ εὖ φρονοῦσι συμμαχεῖ τύχη → Sapientibus Fortuna se fert opiferam → Mit allen, die klug denken, steht das Glück im Bund

Menander, Monostichoi, 462

Greek Monolingual

η (AM ἐντέλεια)
τελειότητα, πληρότητα («τῶν ἤχων ἡ ἐντέλεια», Παλαμάς)
νεοελλ.
φρ. «στην ἐντέλεια» — πλήρως, πολύ καλά
αρχ.
πλήρη δικαιώματα.