δαγύς

Revision as of 11:59, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ῦδος, ἡ, wax doll, used in magic rites, puppet, Theoc.2.110.

Spanish (DGE)

(δᾱγύς) -ῦδος, ἡ muñeca de cera Erinn.SHell.401.21, Theoc.2.110.

German (Pape)

[Seite 513] ῦδος, ἡ, eine wächserne Puppe der Zauberer, Theocr. 2, 110 (die Lesart δατύς des Hesych. ist minder gut), scheint thessalisch, vgl. κοροκόσμιον.

French (Bailly abrégé)

ῦδος (ἡ) :
poupée de cire en usage dans les opérations de magie.
Étymologie: DELG pas d'étym.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δαγύς -ῦδος, ἡ pop (van was, gebruikt bij magische rituelen).

Russian (Dvoretsky)

δᾱγύς: ῦδος ἡ восковая кукла (для магических воздействий через нее) Theocr.

Greek Monolingual

δογύς (δαγῡδος), η (Α)
μικρό κέρινο ομοίωμα ανθρώπου, κούκλα που χρησίμευε συνήθως σε μαγικές τελετές.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για τεχνικό όρο της δωρικής διαλέκτου, άγνωστης ετυμολογίας].

Greek Monotonic

δᾱγύς: -ῦδος, ἡ, κέρινη κούκλα, μαριονέτα, σε Θεόκρ.

Greek (Liddell-Scott)

δᾱγύς: ῦδος, ἡ, ἐκ κηροῦ πλαγγ ὼν χρησιμεύουσα εἰς μαγικὰς τελετάς, Θεόκρ. 2. 110· ἔνθα ἕτεροι δατύς. (Πιθ. λέξις Θεσσαλ., πρβλ. Voss Βεργ. Ἐκλ. 2. 73), πρβλ. κοροκόσμιον.

Frisk Etymological English

-ῦδος
Grammatical information: f.
Meaning: puppet of wax (Theoc. 2, 110).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Technical word of foreign origin. Etymology unknown. Prob. a Pre-Greek word (in -υδ-),

Middle Liddell

a wax doll, puppet, Theocr.

Frisk Etymology German

δαγύς: -ῦδος
{dāgús}
Grammar: f.
Meaning: Wachspuppe (Theok. 2, 110, Erinn.).
Etymology: Technisches Fremdwort ohne Etymologie.
Page 1,337