ἡ, companion-ladder in a ship,PLond.3.1164h9(iii A.D.).
θυραβάθρα, ἡ (Α)σκάλα καθόδου στο εσωτερικό του πλοίου.[ΕΤΥΜΟΛ. < θύρα. + -βάθρα (< βά-θρον < βαίνω), πρβλ. αναβάθρα, αποβάθρα.