οἰστρομανία

Revision as of 12:01, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

Ion. οἰστρομανίη, ἡ, fury, frenzy, Hp.Ep.17.

Greek (Liddell-Scott)

οἰστρομᾰνία: Ἰων. -ίη, οἰστρώδης μανία, τῆς ἀσελγείης Ἱππ. 1284. 19.

Greek Monolingual

η (Α οἰστρομανία και ιων. τ. οἰστρομανίη) οιστρομανής
νεοελλ.
το σύνολο τών εκδηλώσεων γενετήσιας υπερδιέγερσης που εκδηλώνεται και στα δύο φύλα και που μπορεί να οφείλεται σε διάφορα αίτια
αρχ.
παράφορο πάθος.

German (Pape)

ἡ, Wut, rasende Leidenschaft, τῆς ἀσελγείης, Hippocr.

Translations

frenzy

Armenian: կատաղություն; Bikol Central: labulabo; Bulgarian: ярост, безумие; Catalan: frenesí; Chinese Mandarin: 發狂/发狂, 狂熱/狂热; Danish: vanvid, raseri; Dutch: razernij; Finnish: vimma, kiihko, paniikki; French: frénésie; Galician: farnesía, guinada; German: Wahn, Rausch, Wut; Greek: φρενίτιδα; Ancient Greek: βακχεία, βακχίη, ἐνθουσίασις, ἐνθουσιασμός, θεοληψία, λύσσα, λύττα, οἴστρημα, οἰστρομανία, οἶστρος, παρακοπή, παραφορά, παραφορή, παροίστρησις, παρφορά, φρενιτισμός; Italian: frenesia; Japanese: 逆上; Korean: 발광(發狂), 광란(狂亂); Latin: furia; Latvian: trakums; Maori: hōkeka; Plautdietsch: Wonsenn; Polish: szał, amok; Portuguese: frenesi; Romanian: frenezie; Russian: неистовство, безумие, помешательство, сумасшествие; Sicilian: furia, frinisìa, sdilliriu, sbentu, smania; Spanish: frenesí, manía; Telugu: వీరావేశము; Ukrainian: шаленство, шаленість, божевілля