οἴστρημα
βωμὸν Ἀριστοτέλης ἱδρύσατο τόνδε Πλάτωνος, ἀνδρὸς ὃν οὐδ' αἰνεῖν τοῖσι κακοῖσι θέμις → Aristotle had this altar of Plato set up — Plato, a man whom the wicked dare not even mention in praise
English (LSJ)
-ατος, τό, the smart of a gadfly's sting, metaph., κέντρων οἴστρημα S.OT1318; οἰστρήματα λύσσης ravings of madness, AP6.51.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
aiguillon, piqûre qui rend furieux.
Étymologie: οἰστρέω.
German (Pape)
τό, die erregte Wut, auch trans., das Wut Erregende, κέντρων οἴστρημα Soph. O.R. 1317, wie οἰστρήματα λύσσης Ep.adesp. 174 (VI.51), das was in Wut zu versetzen pflegt.
Russian (Dvoretsky)
οἴστρημα: ατος τό
1 ужаление, укол (τῶν κέντρων Soph.);
2 перен. возбудитель, причина (οἰστρήματα λύσσης Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
οἴστρημα: τό, τὸ κέντημα τοῦ οἴστρου· μεταφορ., κέντημα, κέντρων οἴστρ. Σοφ. Ο. Τ. 1318· οἰστρήματα λύσσης, τῆς μανίας τὰ παράφρονα κινήματα, Ἀνθ. Π. 6. 51.
Greek Monolingual
οἴστρημα, τὸ (Α) οιστρώ
(ποιητ. τ.)
1. τσίμπημα οίστρου, αλογόμυγας, το οποίο προκαλεί μανία
2. φρ. «οἰστρήματα λύσσης» — οι παράφρονες εκδηλώσεις της μανίας.
Greek Monotonic
οἴστρημα: -ατος, τό, οξύς πόνος από κεντρί εντόμου· μεταφ., φρενίτιδα, σε Σοφ.
Middle Liddell
οἴστρημα, ατος, τό,
the smart of a gadfly's sting: metaph. frenzy, Soph.
Translations
frenzy
Armenian: կատաղություն; Bikol Central: labulabo; Bulgarian: ярост, безумие; Catalan: frenesí; Chinese Mandarin: 發狂/发狂, 狂熱/狂热; Danish: vanvid, raseri; Dutch: razernij; Finnish: vimma, kiihko, paniikki; French: frénésie; Galician: farnesía, guinada; German: Wahn, Rausch, Wut; Greek: φρενίτιδα; Ancient Greek: βακχεία, βακχίη, ἐνθουσίασις, ἐνθουσιασμός, θεοληψία, λύσσα, λύττα, οἴστρημα, οἰστρομανία, οἶστρος, παρακοπή, παραφορά, παραφορή, παροίστρησις, παρφορά, φρενιτισμός; Italian: frenesia; Japanese: 逆上; Korean: 발광(發狂), 광란(狂亂); Latin: furia; Latvian: trakums; Maori: hōkeka; Plautdietsch: Wonsenn; Polish: szał, amok; Portuguese: frenesi; Romanian: frenezie; Russian: неистовство, безумие, помешательство, сумасшествие; Sicilian: furia, frinisìa, sdilliriu, sbentu, smania; Spanish: frenesí, manía; Telugu: వీరావేశము; Ukrainian: шаленство, шаленість, божевілля