οἴστρημα

From LSJ

ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν ὑδρορρόαι δύο ῥέουσιν μέλανος → two streams of black run from the eyes

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἴστρημα Medium diacritics: οἴστρημα Low diacritics: οίστρημα Capitals: ΟΙΣΤΡΗΜΑ
Transliteration A: oístrēma Transliteration B: oistrēma Transliteration C: oistrima Beta Code: oi)/strhma

English (LSJ)

-ατος, τό, the smart of a gadfly's sting, metaph., κέντρων οἴστρημα S.OT1318; οἰστρήματα λύσσης ravings of madness, AP6.51.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
aiguillon, piqûre qui rend furieux.
Étymologie: οἰστρέω.

German (Pape)

τό, die erregte Wut, auch trans., das Wut Erregende, κέντρων οἴστρημα Soph. O.R. 1317, wie οἰστρήματα λύσσης Ep.adesp. 174 (VI.51), das was in Wut zu versetzen pflegt.

Russian (Dvoretsky)

οἴστρημα: ατος τό
1 ужаление, укол (τῶν κέντρων Soph.);
2 перен. возбудитель, причина (οἰστρήματα λύσσης Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

οἴστρημα: τό, τὸ κέντημα τοῦ οἴστρου· μεταφορ., κέντημα, κέντρων οἴστρ. Σοφ. Ο. Τ. 1318· οἰστρήματα λύσσης, τῆς μανίας τὰ παράφρονα κινήματα, Ἀνθ. Π. 6. 51.

Greek Monolingual

οἴστρημα, τὸ (Α) οιστρώ
(ποιητ. τ.)
1. τσίμπημα οίστρου, αλογόμυγας, το οποίο προκαλεί μανία
2. φρ. «οἰστρήματα λύσσης» — οι παράφρονες εκδηλώσεις της μανίας.

Greek Monotonic

οἴστρημα: -ατος, τό, οξύς πόνος από κεντρί εντόμου· μεταφ., φρενίτιδα, σε Σοφ.

Middle Liddell

οἴστρημα, ατος, τό,
the smart of a gadfly's sting: metaph. frenzy, Soph.

Translations

frenzy

Armenian: կատաղություն; Bikol Central: labulabo; Bulgarian: ярост, безумие; Catalan: frenesí; Chinese Mandarin: 發狂/发狂, 狂熱/狂热; Danish: vanvid, raseri; Dutch: razernij; Finnish: vimma, kiihko, paniikki; French: frénésie; Galician: farnesía, guinada; German: Wahn, Rausch, Wut; Greek: φρενίτιδα; Ancient Greek: βακχεία, βακχίη, ἐνθουσίασις, ἐνθουσιασμός, θεοληψία, λύσσα, λύττα, οἴστρημα, οἰστρομανία, οἶστρος, παρακοπή, παραφορά, παραφορή, παροίστρησις, παρφορά, φρενιτισμός; Italian: frenesia; Japanese: 逆上; Korean: 발광(發狂), 광란(狂亂); Latin: furia; Latvian: trakums; Maori: hōkeka; Plautdietsch: Wonsenn; Polish: szał, amok; Portuguese: frenesi; Romanian: frenezie; Russian: неистовство, безумие, помешательство, сумасшествие; Sicilian: furia, frinisìa, sdilliriu, sbentu, smania; Spanish: frenesí, manía; Telugu: వీరావేశము; Ukrainian: шаленство, шаленість, божевілля