πεισίμβροτος

Revision as of 12:05, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

πεισίμβροτον, won by persuading mortals, δόξα B.8.2.

German (Pape)

[Seite 547] die Sterblichen überredend, zum Gehorsam bringend, βάκτρον, Aesch. Ch. 357.

Greek Monolingual

-ον, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που κερδήθηκε με την κατάπειση, με την πειθώ τών ανθρώπων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πεισι- του πείθω (πρβλ. πεῖσις [II]), συνθ. του τύπου τερψίμβροτος, + μβροτός].

Russian (Dvoretsky)

πεισίμβροτος: v.l. = πεισίβροτος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πεισίμβροτος -ον Aeol. voor πεισίβροτος.