πεισίβροτος

From LSJ

Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentiaZwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand

Menander, Monostichoi, 519
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεισίβροτος Medium diacritics: πεισίβροτος Low diacritics: πεισίβροτος Capitals: ΠΕΙΣΙΒΡΟΤΟΣ
Transliteration A: peisíbrotos Transliteration B: peisibrotos Transliteration C: peisivrotos Beta Code: peisi/brotos

English (LSJ)

πεισίβροτον, persuading mortals, π. βάκτρον, i.e. the sceptre, A.Ch.362 (lyr., πισίμβροτον cod. Med.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à qui obéissent les mortels.
Étymologie: πείθω, βροτός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πεισίβροτος -ον, Aeol. πεισίμβροτος [πείθω, βροτός] de mensen overtuigend.

Russian (Dvoretsky)

πεισίβροτος: v.l. πεισίμβροτος 2 заставляющий смертных повиноваться (βάχτρον Aesch.).

Greek Monolingual

-ον, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που πείθει τους ανθρώπους, που τους κάνει ευπειθείς, υπάκουους («πεισίβροτον βάκτρον» — το σκήπτρο, Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεισι- (< πείθω, πρβλ. πεῖσις (II), συνθ. του τύπου τερψίμβροτος, + βροτός.

Greek Monotonic

πεισίβροτος: -ον, αυτός που πείθει ή ελέγχει τους θνητούς, λέγεται για το βασιλικό σκήπτρο, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

πεισίβροτος: -ον, ὁ τοὺς θνητοὺς καταπείθων, π. βάκτρον, δηλ. τὸ σκῆπτρον, Αἰσχύλ. Χο. 362· κοινῶς πεισίμβροτον.

Middle Liddell

πεισί-βροτος, ον,
persuading or controlling mortals, of a king's sceptre, Aesch.