πεισίβροτος
English (LSJ)
πεισίβροτον, persuading mortals, π. βάκτρον, i.e. the sceptre, A.Ch.362 (lyr., πισίμβροτον cod. Med.).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à qui obéissent les mortels.
Étymologie: πείθω, βροτός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πεισίβροτος -ον, Aeol. πεισίμβροτος [πείθω, βροτός] de mensen overtuigend.
Russian (Dvoretsky)
πεισίβροτος: v.l. πεισίμβροτος 2 заставляющий смертных повиноваться (βάχτρον Aesch.).
Greek Monolingual
-ον, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που πείθει τους ανθρώπους, που τους κάνει ευπειθείς, υπάκουους («πεισίβροτον βάκτρον» — το σκήπτρο, Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεισι- (< πείθω, πρβλ. πεῖσις (II), συνθ. του τύπου τερψίμβροτος, + βροτός.
Greek Monotonic
πεισίβροτος: -ον, αυτός που πείθει ή ελέγχει τους θνητούς, λέγεται για το βασιλικό σκήπτρο, σε Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
πεισίβροτος: -ον, ὁ τοὺς θνητοὺς καταπείθων, π. βάκτρον, δηλ. τὸ σκῆπτρον, Αἰσχύλ. Χο. 362· κοινῶς πεισίμβροτον.
Middle Liddell
πεισί-βροτος, ον,
persuading or controlling mortals, of a king's sceptre, Aesch.