παρακεκινδυνευμένως

Revision as of 12:06, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

Adv. in a bold dashing style, Pl.Lg.752b.

German (Pape)

[Seite 482] adv. part. perf. pass. von παρακινδυνεύω, auf gewagte, kühne Art, Plat. Legg. VI, 752 c u. Sp.

Russian (Dvoretsky)

παρακεκινδῡνευμένως: смело, решительно (ἀνδρείως καὶ π. Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

παρακεκινδῡνευμένως: Ἐπίρρ., διὰ τρόπου τολμηροῦ, ὁρμητικῶς, ῥιψοκινδύνως, Πλάτ. Νόμ. 752Β.

Greek Monolingual

ΜΑ
επίρρ. με παρακινδυνευμένο τρόπο, πάρα πολύ τολμηρά, ριψοκίνδυνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. παρακεκινδυνευμένος του παρακινδυνεύω + επιρρμ. κατάλ. -ως].