решительно
From LSJ
Russian > Greek
ἀντικρύ, λαμπρῶς, διατεταμένως, πραγματικῶς, πώποτε, πώποκα, στερεῶς, ἐρρωμένως, ἐνεργῶς, εὐρώστως, ἐκπερισσῶς, παρακεκινδυνευμένως, ἀποτόμως, παγίως, στερρῶς, τεθαρρηκότως, ἐντόνως
ἀντικρύ, λαμπρῶς, διατεταμένως, πραγματικῶς, πώποτε, πώποκα, στερεῶς, ἐρρωμένως, ἐνεργῶς, εὐρώστως, ἐκπερισσῶς, παρακεκινδυνευμένως, ἀποτόμως, παγίως, στερρῶς, τεθαρρηκότως, ἐντόνως