ἀμβλυόεσσα, ἀμβλυόεν, dull, dark, ὁμίχλη Man.4.156.
-εσσα, -εν oscuro, borroso ὀμίχλη Man.4.156.
ἀμβλυόεις: εσσα, εν = σκοτεινός, ἀμαυρός, ὁμίχλη, Μανέθ. 4. 156.