ἀμαυρός
Ἀλλ' ὑπ' ἐλπίδων ἄνδρας τὸ κέρδος πολλάκις διώλεσεν → But the profit-motive has destroyed many people in their hope for gain
English (LSJ)
[ᾰμ], ᾰ̓μαυρᾱ́, ᾰ̓μαυρόν (ός, όν Pl.Com.1 D.),
A dark, i.e.,
1 hardly seen, dim, faint, εἴδωλον ἀμαυρόν = shadowy spectre, Od.4.824; νέκυες Sapph.68; ἴχνος faint footstep, of an old man, E.HF124, cf. X.Cyn. 6.21; of the sun, ἀχλυώδης καὶ ἀμαυρότερος obscure, glimmering, Arist.Mete.367a21; of a comet's tail, ib.343b12, cf. Theoc.22.21.
2 having no light, νύξ Luc.Am.32; ὄψις X.Cyn.5.26:—hence, blind, sightless, of man, S.OC1018; ἕπεο.. ἀμαυρῷ κώλῳ ib.182; ψαύσας ἀμαυραῖς χερσίν ib.1639; ἀμαυρά or ἀμαυρῶς βλέπειν = dimly, Hp.Acut. (Sp.)55, AP12.254 (Strat.), cf.IG14.2111.
3 of sound, dim, faint, Arist.Aud.802a19.
II metaph.,
1 dim, faint, uncertain, κληδών A.Ch.853; σθένος E.HF231; δόξα, ἡδοναί, ἐλπίς, Plu.Lyc.4, 2.125c, Arr. ap. Suid.; ζῷα ἀμαυρότερα creatures of obscure kind, Arist.HA608a11; ἐντομαὶ ἀμαυρότεραι less conspicuous notches, Thphr. HP6.2.5, cf. 6.7.1.
2 obscure, mean, unknown, ἀμαυροτέρη γενεή Hes.Op.284; τυχηρὸν.. τιθεῖσ' ἀμαυρόν A.Ag.466, cf. E.Andr.204; ἀ. ἀσθενής τε Pl.Com.l.c. Adv. ἀμαυρῶς = obscurely, opp. ἀκριβῶς, Arist. Cael.279a29.
3 gloomy, troubled, φρήν A.Ag.546, Ch. 157.
III Act., enfeebling (or perhaps baffling, obscure), νοῦσος AP7.78 (Dionys.): Subst. ἀμαυρά, ἡ (sc. τελετή), = ἀμαύρωσις 1.3, PMag.Leid.W.6.21.
Spanish (DGE)
-ά, -όν
• Prosodia: [ᾰ-]
• Morfología: [tb. -ός, -όν Pl.Com.21A]
I de objetos percibidos visualmente
1 tenue, borroso de seres de ultratumba εἴδωλον Od.4.824, Men.Fr.727, νέκυες Sapph.55.4, φρήν A.Ch.158
•de cuerpos celestes u objetos con luz: del sol antes de un terremoto, Arist.Mete.367a21, 23, de ciertos cometas, Arist.Mete.344b29, la Vía Láctea, Man.2.117, una nebulosa, Theoc.22.21, de estrellas, Vett.Val.6.10, λυχνίδιον Luc.Tim.14, de huellas ἴχνος E.HF 124, X.Cyn.6.21
•neutr. plu. como adv. borrosamente βλέπειν Hp.Acut.(Sp.) 55, AP 12.254 (Strat.)
•poco profundo del borde de las hojas de una planta, Thphr.HP 6.2.5
•del color τὰ χρώματα Arist.Mete.375b3, de una flor, Thphr.HP 6.2.8, 6.7.1, de las manchas de la lepra ἀμαυρὰ ἡ ἁφή LXX Le.13.6
•fig. obscuro, borroso, que no se entiende ὄνειρος Plu.2.382f, ποιοῦσι τὴν δίκην ἀμαυράν hacen el castigo sin sentido Plu.2.549d, ἀντίληψις Ph.2.367.
2 de animales y abstr. flojo, débil πνεῦμα ... ἀ. respiración débil Hp.Coac.255, σθένος E.HF 231, σῶμα Critias B 6.10, de una mujer, Pl.Com.21A, αἱ μορφαὶ καὶ δυνάμεις del hombre, Ph.1.33, ζῷα Arist.HA 608a11, ὁ δ' ὄφις ὁ θαλάττιος Arist.HA 621a4, ἀμαυρῷ ... κώλῳ S.OC 182, ψαύσας ἀμαυραῖς χερσίν S.OC 1639, ἀμαυρὸς χωλός Arist.Fr.611.23
•fig. del vino, Ath.34c
•esp. de la vista, X.Cyn.5.26, Gal.14.776, 16.609, κόρη Paul.Aeg.3.22.28, de sonidos φωναί Arist.Aud.802a19, ἦχος Ph.2.204
•del dolor debilitado, aminorado Sor.131.17
•fig. débil, incierto κληδών A.Ch.853, δόξα Plu.Lyc.4, ἐλπίς Arr.Fr.Hist.inc.2.
3 de pers. y cosas humanas arruinado, venido a menos, rebajado, humillado de la descendencia del hombre injusto ἀ. γενεή Hes.Op.284, del que ha prosperado en la injusticia τυχηρὸν ... τιθεῖσ' ἀμαυρόν A.A.466, φρήν A.A.546, de Creonte vencido, S.OC 1018, de Andrómaca prisionera, E.Andr.204, de las ruinas de Micenas ἀμαυροτέρη παντὸς ἰδεῖν σκοπέλου AP 9.28 (Pomp.Mac.Iun.), πνεῦμα ἀ. espíritu abatido Aq., Sm., Thd.Is.61.3.
II 1que todo lo borra u obscurece νύξ Luc.Am.32, Triph.383.
2 debilitante, enervante νοῦσος AP 7.78 (Dion.Cyz.).
3 que hace invisible subst. ἡ ἀ. ensalmo para conseguir la invisibilidad, PMag.13.235.
III adv. ἀμαυρῶς
1 borrosamente ἀμαυρῶς ἔβλεπον IUrb.Rom.1356 (I/II d.C.).
2 vaga, confusamente op. ἀκριβέστερον: ἐξήρτηται Arist.Cael.279a29
•suave, débilmente κατακούειν Plu.2.590c.
• Etimología: Rel. las correspondientes formas sin prótesis μαῦρος y μαυρός, c. etim. desc. tal vez no ide., para todo el conjunto.
German (Pape)
[Seite 117] ά, όν (vgl. μαυρός), 1) schwach schimmernd, dunkel, unkenntlich, Hom. nur Od. 4, 824. 835 εἴδωλον ἀμαυρόν von einem Traumbilde; ἴχνος Xen. Cyn. 6, 21, Gegensatz σαφῶς γνωρίζειν; Eur. Herc. Fur. 125 ὅτου λέλοιπε ποδὸς αμαυρὸν ἴχνος von des Alters schwachem Tritt; κλῃδών. unsicher, Aesch. Ch. 840; unbedeutend, γενεή Hes. O. 282, Gegensatz ἀμείνων; unberühmt, γένος Plut. Popl. 21; ἀμαυρόν τινα τιθέναι, unberühmt machen, Aesch. Ag. 453; σθένος Eur. Herc. Fur. 231, vgl. Androm. 204, wo Herm. die Bdtg blind festhalten will, der deshalb Soph. O. C. 1022 gegen die mss. ἀφα υρὸς φώς für ἀμαυρός vertheidigt, weil ἀμαυρός nie schwach bedeute. – 2) blind, κῶλον, der blinde Fuß, der Fuß des Blinden, Soph. O. C. 178, χεῖρες 1635; ἀμαυρὰ ὄψις, schwaches Gesicht, Xen. Cyn. 5, 26; ἀμαυρὰ βλέπω Strat. 93 (XII. 254). Übertr., φρήν, trüber Sinn, Aesch. Ag. 532 Ch. 155. Oefter Plut.; νύξ Luc. Amor. 32; χρῆμα ἀμαυρὸν καὶ μικρόν Tim. 25. – 3) schwächend, νοῦσος Dionys. 10 (VII, 78). – Adv. ἀμαυρῶς βλέπειν Ep. ad. 696 (App. 337).
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
1 difficile à voir, indistinct : εἴδωλον ἀμαυρόν OD image semblable à une ombre;
2 sombre, obscur;
3 aveugle, p. anal. χεῖρες ἀμαυραί SOPH mains qui tâtonnent au hasard ; κῶλον ἀμαυρόν SOPH pied litt. membre) qui erre à tâtons ; fig. φρὴν ἀμαυρά ESCHL esprit obscur, trouble ; p. ext. faible en gén. : ἀμαυρὸς φώς SOPH homme faible, sans défense.
Étymologie: ἀ, R. Μαρ briller ; cf. μαρμαίρω.
Russian (Dvoretsky)
ἀμαυρός: (ᾰμ)
1 темный (νύξ Luc.);
2 затуманенный, тусклый (ἥλιος Arst.);
3 туманный, неясный (εἴδωλον Hom.; ἴχνος Eur., Xen.: κληδών Aesch.);
4 слабый (φώς Soph.; σθένος Eur.; ὄψις Xen.; ἐλπίς Plut.);
5 чуть слышный, глухой (φωναί Arst.);
6 незрячий, слепой: ἀμαυραὶ χεῖρες Soph. руки слепца;
7 неизвестный, незнатный (γενεή Hes.; γυνή Eur.): γενόμενος τῇ δυνάμει καὶ τῷ βίῳ ἀμαυρότερος Plut. пришедший в упадок, захудалый;
8 смятенный, опечаленный (φρήν Aesch.);
9 изнурительный (νοῦσος Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀμαυρός: [ᾰμ], ά, όν, σκοτεινός· ὅ ἐ. 1) ὁ μόλις ὁρώμενος, ἀσαφής, ἀφεγγής, ἀπατηλὸς εἰς τὴν ὄψιν, ὁμιχλώδης, εἴδωλον ἀμ., σκιῶδες φάσμα, Ὀδ. Δ. 824· ἴχνος ἀμ., ἀσθενές, ἐλαφρὸν ἴχνος, ἐπὶ γέροντος, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 125, πρβλ. Ξεν. Κυν. 6. 21· ἐπὶ τοῦ ἡλίου, ἀχλυώδης καὶ ἀμ., σκοτεινός, ἀμυδρός, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 8, 19· περὶ τῆς οὐρᾶς κομήτου, αὐτόθι 1. 6, 12, πρβλ. 1. 7, 11, Θεόκρ. 22. 21. 2) μὴ ἔχων φῶς, σκοτεινός· νύξ, Λουκ. Ἔρωτ. 32· ὄψις, Ξεν. Κυν. 5. 26: ― ἐντεῦθεν τυφλός, ἀόμματος, ὡς τὸ λατ. caecus, ἐπὶ ἀνθρώπου, Σοφ. Ο. Κ. 1018· οὕτως ὡσαύτως, ἕπεο... ἀμαυρῷ κώλῳ, τυφλῷ ποδί, ὅ ἐ. μὲ πόδα τυφλοῦ, αὐτόθι 182, πρβλ. τυφλός. 3) ἐπὶ ἤχου, = ἀσαφής, ἐλαφρός, ἀμυδρός, ἀσθενής, ὀλίγος, Ἀριστ. περὶ Ἀκ. 31· ψαύσας ἀμαυραῖς χερσίν, αὐτόθι 1639· ἀμαυρὰ ἢ ἀμαυρῶς βλέπειν, ἀμυδρῶς, Ἀνθ. Π. 12. 254 παράρτ. 337. ΙΙ. μεταφ., 1) ἀμυδρός, ἀσαφής, ἀβέβαιος· κληδών, Αἰσχύλ. Χο. 853· σθένος, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 231· δόξα, ἡδοναί, ἐλπίς, κτλ., Πλουτ. Λυκ. 4. 2, 125C, κτλ.: ζῷα ἀμαυρότερα, ἀβέβαια τὸ εἶδος, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 9. 1, 1. 2) ἄσημος, ἀφανής, ἄγνωστος, ἀγενής, γενεή, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 282: αὐτή τ’ ἀμαυρὰ κοὐ τύραννος ἦν Φρυγῶν, Εὐρ. Ἀνδρ. 204· τυχηρὸν... τιθεῖσ’ ἀμαυρόν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 465: ― ἐπίρρ. ἀμαυρῶς, ἀσαφῶς κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἀκριβῶς, Ἀριστ. Οὐρ. 1. 9. 16, Συλλ. Ἐπιγρ. 6300. 3) κατηφής, τεταραγμένος, ἀνήσυχος, μελαγχολικός, φρήν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 546, Χο. 157. ΙΙΙ. ἐνεργ., ὁ καθιστῶν τινα ἀδύνατον, ἐκλυτικός, νοῦσος, Ἀνθ. Π. 7. 78. (Ὁ ἀρχικὸς τύπος πιθανῶς ἦτο ἀμαρϝὸς καὶ ἡ πρόδηλος ἐτυμολογία εἶναι ἐκ τοῦ α στερητ. καὶ τῆς √ΜΑΡ, ἐν τῷ μαρμαίρω, ὁ μὴ σπινθηροβολῶν, ὁ μὴ λάμπων, σκοτεινός, ἀσαφής· ἀλλὰ τοῦτο ἀφίνει ἀνεξηγήτους τοὺς τύπους μαυρός, μαυρόω. Ἀλλὰ καὶ ἡ ἄλλη γνώμη ὅτι τὸ α εἶναι εὐφων. καὶ ὅτι ἡ √ΜΑΡ ἐνταῦθα σημαίνει ὁμιχλώδης, σκοτεινός, ἀσαφής, δὲν ἱκανοποιεῖ. Ἐπίσης ἀσαφὴς εἶναι καὶ ἡ ἐτυμολογία τοῦ ἀμυδρός, λέξεως ἡ ὁποία σχεδὸν ταυτίζεται κατὰ σημασίαν πρὸς τὴν ἐν λόγῳ λέξιν).
English (Autenrieth)
shadowy, darkling; εἴδωλον ἀμαυρόν, Od. 4.824 and 835.
Greek Monolingual
ἀμαυρός, -ά, -όν (AM)
θαμπός, σκοτεινός
μσν.
(το ουδέτερο ως επίρρημα) ἀμαυρόν αδύναμα, εξασθενημένα
αρχ.
1. αυτός που φαίνεται με δυσκολία, θαμπός, αμυδρός, σκιώδης
2. αυτός που φέγγει θαμπά, σκοτεινός, θαμπός
3. αυτός που δεν έχει φως, άφεγγος, σκοτεινός
4. (για πρόσωπα) τυφλός, αόμματος
5. (για ήχους) ελαφρός, αμυδρός, ασθενικός
6. ασαφής, αβέβαιος
7. άσημος, αφανής, άγνωστος
8. μελαγχολικός, ταραγμένος, ανήσυχος, συγκεχυμένος
9. (με ενεργητική σημασία) (αρρώστια) που αδυνατίζει, που εξασθενεί
10. επίρρ. ἀμαυρά και ἀμαυρῶς
αδύναμα, αμυδρά, θολά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επίθετο που απαντά για πρώτη φορά στην Οδύσσεια ως χαρακτηρισμός οπτασίας, φαντάσματος, με τη σημασία «σκοτεινός, δυσδιάκριτος». Στη Σαπφώ το επιθ. χαρακτήριζε τους νεκρούς. Η λ. απαντά επίσης ως επίθ. της νύχτας, ως χαρακτηρισμός βλέμματος και γενικά έχει τη σημασία «ελάχιστα ορατός, σκοτεινός, θαμπός, αμυδρός, σκιώδης» χωρίς να δηλώνει ένα συγκεκριμένο χρώμα. Από το επίθ. ἀμαυρός προήλθε ο ρηματικός τ. ἀμαυρῶ «κάνω κάτι σκοτεινό, επισκιάζω, μειώνω, εξαλείφω». Παράλληλα με το επίθ. ἀμαυρός απαντούν σπανιότερα και οι συνώνυμες λ. μαύρος ή μαυρός, που είναι πιθανό να προήλθαν υποχωρητικά από το ρ. μαυρῶ (-όω) «κάνω κάτι σκοτεινό, μαυρίζω». Στα νέα Ελληνικά το επιθ. μαῦρος δηλώνει ένα συγκεκριμένο χρώμα. Το ρ. μαυρῶ πρέπει να προήλθε από το ἀμαυρῶ με σίγηση του αρκτικού ἀ-. Ετυμολογικά το επίθ. ἀμαυρός είναι άγνωστης προελεύσεως. Πιθ. να έχει κάποια σχέση με το επίθ. ἀμυδρός.
ΠΑΡ. ἀμαυρότης
αρχ.
ἀμαυρίσκω.
ΣΥΝΘ. αρχ. ἀμαυρόβιος, ἀμαυροφανής.
Greek Monotonic
ἀμαυρός: [ᾰμ], -ά, -όν·
1. δυσθώρητος, αχνός, εξασθενημένος, απατηλός στην όψη, εἴδωλον ἀμ., σκιώδες φάσμα, σε Ομήρ. Οδ.
2. αυτός που δεν έχει φως, σκοτεινός, ζοφερός, νύξ, σε Λουκ.· τυφλός, αόμματος, σε Σοφ.· επίσης, ἀμαυρῷ κώλῳ, με το τυφλό πόδι, λέγεται για κουτσό, στον ίδ.
II. μεταφ.,
1. αμυδρός, ασαφής, αβέβαιος, κληδών, σε Αισχύλ.· ἐλπίς, σε Πλούτ.
2. άγνωστος, αφανής, σε Ησίοδ., Σοφ., Ευρ.
3. κατηφής, ταραγμένος, ἀνήσυχος, μελαγχολικός, φρήν, σε Αισχύλ.
III. Ενεργ. εκλυτικός, αποδυναμωτικός, νοῦσος, σε Ανθ. (αμφίβ. προέλ.)· πρβλ. ἀμυδρός.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: hardly seen, dim, faint (Od.); on the meaning McKinley Ant. class. 26 (1957) 12-39, Neugebauer ib. 27, 1968, 373f.
Other forms: Rarely μαῦρος or μαυρός (Hdn., Gal., H.), prob. from μαυρόομαι, -όω (Hes.).
Derivatives: Verb ἀμαυρόομαι, rarely ἀμαυρόω become resp. render invisible (Simon.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: It is assumed that μαυρόομαι arose through loss of the initial vowel (see the material in Strömberg Wortstudien 44f.). It could also be a prothetic vowel vs. its absence, as a substr. phenomenon; substr. origin is prob. anyhow as the word has no etym. (Scythian LW [loanword] acc. to Puhvel, Studies Whatmough, 1957, 237: maurva-)
Middle Liddell
[deriv. uncertain]; cf. ἀμυδρός.]
I. dimly seen, dim, faint, baffling sight, εἴδωλον ἀμ. a shadowy spectre, Od.
2. having no light, darksome, νύξ Luc.:—blind, sightless, Soph.; so, ἀμαυρῶι κώλωι with blind foot, said of a blind man, Soph.
II. metaph.,
1. dim, obscure, uncertain, κληδών Aesch.; ἐλπίς Plut.
2. obscure, unknown, Hes., Soph., Eur.
3. gloomy, troubled, φρήν Aesch.
III. act. enfeebling, νοῦσος Anth.
Frisk Etymology German
ἀμαυρός: (ep. ion., poet., hell. und sp.);
{amaurós}
Meaning: trübe, dunkel, schwach (zur Bedeutung vgl. v. Wilamowitz zu Eur. Herakles 124; formale Analyse unrichtig).
Derivative: Nominale Ableitungen nur die seltenen ἀμαυρότης (Gal. u. a.) und ἀμαυρία = caligo (Gloss.). Denominatives Verb ἀμαυρόομαι, selten ἀμαυρόω ‘trübe usw. werden bzw. machen’ (ion., poet., hell. und sp.). Davon ἀμαύρωσις Verdunkelung, Trübung (Hp., Arist. u. a.) und ἀμαύρωμα ib. (Plu.).
Etymology: Die synonyme Bildung ἀμαυρίσκω = ἀμαυρόω (Demokr.) hat sich nicht durchgesetzt. Neben ἀμαυρός steht das seltene μαῦρος oder μαυρός (Hdn., Gal., H.), wahrscheinlich Rückbildung aus μαυρόομαι, -όω (Hes., Thgn., A.), das durch Wegfall des Anlautvokals (vgl. die Belege bei Strömberg Wortstudien 44f.) aus ἀμαυρόομαι entstanden ist. Wertlose Vergleiche bei WP. 2, 223. Vgl. ἀμυδρός.
Page 1,88
English (Woodhouse)
dark, dim, faint, humble, indistinct, mean, obscure, shadowy, weak, of sight, of the eyes in death, without light
Mantoulidis Etymological
(=σκοτεινός, ἀσαφής). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του. Πιθανόν ἀπό το α στερητ. + μαρ (τοῦ μαρμαίρω), ἀλλά ἔτσι δέν ἑρμηνεύεται τό μαῦρος μαυρῶ. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἀμαυρόω (=κάμνω κάτι σκοτεινό, ἀσαφές), ἀμαυρότης, ἀμαύρωμα, ἀμαύρωσις.
Translations
dim
Bulgarian: мътен; Catalan: tènue; Chinese Mandarin: 昏, 昏暗, 暗淡; Czech: tmavý, mdlý; Dutch: donker, schemerachtig, schemerig, mat; Finnish: himmeä; French: tamisé, faible; German: dämmerig, schummrig; Greek: σκοτεινός, αχνός, αμυδρός; Ancient Greek: ἀμαυρός, ἀμυδρός; Hebrew: כהה; Hungarian: fénytelen, színtelen, opálos; Italian: debole, fioco, fioca, oscuro, oscura; Japanese: 薄暗い, 仄暗い; Latin: fuscus, creper; Latvian: blāvs; Macedonian: темен, матен; Maori: rokuroku, kaurehu; Norwegian: dim, dimt, dimme; Plautdietsch: dunkel; Polish: ciemny, przyćmiony, ciemnawy, przytępiony; Portuguese: opaco, sombrio; Romanian: tern; Russian: тусклый; Spanish: tenue; Telugu: మసక; Ukrainian: тьмяний; Vietnamese: mờ
dark
Afrikaans: donker; Arabic: مُظْلِم, دَاكِن; Armenian: մութ, խավար; Assamese: এন্ধাৰ, আন্ধাৰ; Asturian: escuru; Azerbaijani: qaranlıq, qara; Balinese: peteng; Bashkir: ҡараңғы; Basque: ilun; Belarusian: цёмны; Bengali: আঁধার, অন্ধকার; Bikol Central: madiklom; Breton: teñval; Brunei Malay: galap, patang; Bulgarian: тъ́мен; Burmese: နက်, မည်း; Catalan: fosc, obscur; Cebuano: dulom; Chamicuro: chpolyaye; Chechen: ӏаьржа; Chinese Cantonese: 黑, 黑暗; Literary Chinese: 黲; Mandarin: 黑暗, 黲/黪; Czech: tmavý, temný; Dalmatian: sčor; Danish: mørk; Dolgan: караӈа; Dutch: donker, duister; Esperanto: malluma, malhela; Faroese: myrkur, dimmur, døkkur; Finnish: pimeä; French: obscur, sombre; Galician: escuro, fusco; Georgian: ბნელი, შავბნელი, უკუნი, წყვდიადი; German: dunkel, finster; Gilbertese: ro; Gothic: 𐍂𐌹𐌵𐌹𐌶𐌴𐌹𐌽𐍃; Greek: σκοτεινός; Ancient Greek: ἀμαυρός, ἀναύγητος, ἀνήλιος, ἀφεγγής, δνοφώδης, κνεφαῖος, λυγαῖος, ὀρφναῖος, σκοτεινός, σκοτώδης; Gujarati: અંધારું; Haitian Creole: nwa; Hawaiian: ʻeleʻele, pōʻeleʻele, pōʻele, uli, uliuli; Hebrew: חָשׁוּךְ, אָפֵל; Hiligaynon: dulum; Hindi: अंधेरा; Hungarian: sötét; Icelandic: dökkur, dimmur; Ido: tenebroza, obskura; Ilocano: nasipnget; Indonesian: gelap; Interlingua: obscur; Irish: dorcha; Italian: buio, oscuro, fosco, tetro; Japanese: 暗い; Javanese: peteng; Kapampangan: madalumdum; Karachay-Balkar: къарангы; Karaim: karanhy; Kazakh: қараңғы; Komi-Permyak: пемыд; Komi-Zyrian: пемыд; Korean: 어둡다; Kumyk: къарангы; Kurdish Central Kurdish: تاریک; Northern Kurdish: tarî; Kyrgyz: караңгы; Ladino: aleskuro, eskuro; Lao: ມືດ; Latgalian: tymss; Latin: obscurus, creper, fuscus; Latvian: tumšs; Lithuanian: tamsus; Lombard: scur; Low German: düster, duster; Lubuagan Kalinga: manggikbot; Luxembourgish: däischter, donkel; Macedonian: темен; Malay: gelap, kelam; Malayalam: ഇരുട്ട്, അന്ധകാരം; Maori: pokere, pōkerekere, uri, uriuri, wheuri, whēuriuri; Marathi: अंधारमय; Mbyá Guaraní: pytũ; Mingrelian: ურწკუმი; Mongolian Cyrillic: харанхуй; Nogai: каранъа; Norman: sombre; Northern Sami: seavdnjat; Norwegian Bokmål: mørk; Nynorsk: mørk, døkk; Occitan: escur, fosc; Odia: ଅନ୍ଧାର; Ojibwe: dibiki-; Old Church Slavonic Cyrillic: тьмьнъ; Old English: þīestre; Old Javanese: hirĕng, pĕtĕng; Old Norse: myrkr, ámr; Ossetian: тар; Persian: تاریک, تار, تیره; Plautdietsch: dunkel; Polish: ciemny; Portuguese: escuro; Quechua: laqha; Romanian: murg, închis, întunecat; Romansch: stgir, stgeir, s-chür; Russian: тёмный; Sanskrit: श्याम; Scots: mirk; Scottish Gaelic: dorcha; Serbo-Croatian Cyrillic: тама̄н, мрачан; Roman: támān, mráčan; Slovak: tmavý, temný; Slovene: temen; Sorbian Lower Sorbian: śamny; Southern Altai: караҥу, караҥуй; Spanish: oscuro; Swedish: mörk; Sylheti: ꠀꠘ꠆ꠗꠣꠁꠞ; Tagalog: madilim; Tahitian: ʻārehurehu, ʻereʻere; Tajik: торик; Tamil: இருள்; Tatar: караңгы; Telugu: చీకటి, గాఢాంధకారము; Thai: มืด; Tocharian B: orkamo, orkmo; Tofa: ӄараӈғы; Turkish: karanlık; Turkmen: garaňky; Tuvan: караңгы; Tuwali Ifugao: ngitit; Udmurt: пеймыт; Ukrainian: темний; Urdu: اندھیرا; Urum: харанғы; Uyghur: قاراڭغۇ; Uzbek: qorongʻilik, qorongʻu; Venetian: scùro; Vietnamese: tối; Waray-Waray: masirum, dulum; Welsh: tywyll; West Frisian: tsjuster, donker; Yagnobi: тора; Yakut: хараҥа; Yiddish: פֿינצטער, טונקל; Zazaki: tarı; ǃXóõ: dtʻkxʻái